- πίλνατο
- πιλνάωbring nearimperf ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίλναμαι — Α προσεγγίζω, πλησιάζω («ἅρματα... χθονὶ πίλνατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παθ. αθέματος ενεστ. πίλ νᾰ μαι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα νη μι / νᾱ μι (πρβλ. δάμ νημι) που στη μέση φωνή εμφανίζεται με τη συνεσταλμένη του μορφή νᾰμι από τη… … Dictionary of Greek